- ποίμναι
- ποίμνᾱͅ , ποίμνηflock: fem dat sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ποῖμναι — ποίμνη flock fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναι — ποίμνᾱͅ , ποίμνη flock fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιλεύω — (Α) [κτίλος] ημερώνω, δαμάζω («ποῑμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε», Πίνδ.) … Dictionary of Greek